κλεφτώς

κλεφτώς
κλεφτῶς (Μ)
επίρρ. βλ. κλεφτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλεφτός — και κλεπτός ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος 2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά 3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»). επίρρ... κλεφτά (Μ κλεφτῶς) 1. με τον τρόπο τού κλέφτη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”